- οζοντίζω
- και οζονίζωχημ.1. μετατρέπω σε όζον ή εμπλουτίζω με όζον2. διαποτίζω ένα σώμα με όζον για να το αποστειρώσω3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) οζον(τ)ισμένος, -η, -ο- εμπλουτισμένος με όζον ή μετασχηματισμένος σε όζον.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ozoniser / ozoner (όζον*)].
Dictionary of Greek. 2013.